Mättää στα ελληνικά
Μετάφραση: mättää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάζω, στοιβάδα, φορτίζω, στοίβα, ζαλίκι, σωρός, γεμίζω, φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mätä στα ελληνικά - αλλοιώνω, σαπισμένος, φθορά, άθλιος, σαθρός, σαπίζω, ξεμαυλίζω, ...
- mätähaava στα ελληνικά - έλκος, σάπια, σάπιο, σάπιου, τα σάπια, σάπιος
Τυχαίες λέξεις
Mättää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάζω, στοιβάδα, φορτίζω, στοίβα, ζαλίκι, σωρός, γεμίζω, φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
Μεταφράσεις: στοιβάζω, στοιβάδα, φορτίζω, στοίβα, ζαλίκι, σωρός, γεμίζω, φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για