Malto στα ελληνικά

Μετάφραση: malto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάρκα, συμπληρώσουν, σάρκα και οστά, κρέας
Malto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • malmin louhiminen στα ελληνικά - καταγωγή, εξαγωγή, εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
  • maltillinen στα ελληνικά - μετριάζω, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
  • maltoinen στα ελληνικά - άφθονος, μεθύστακας, χυμώδης, ζουμερός
  • malttamaton στα ελληνικά - γρήγορος, γοργός, πρόθυμος, εμπαθής, παθιασμένος, ανυπόμονος, ανυπόμονοι, ...
Τυχαίες λέξεις
Malto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάρκα, συμπληρώσουν, σάρκα και οστά, κρέας