Moni στα ελληνικά

Μετάφραση: moni, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρκετές, πολλαπλός, αρκετοί, πολλοί, πολύς, πολύ, πολλά, πολλές, πολλούς, πολλών
Moni στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • monenvälinen στα ελληνικά - πολυμερείς, πολυμερών, πολυμερή, πολυμερής, πολυμερούς
  • monesti στα ελληνικά - συχνά, τακτικά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
  • moni-ilmeinen στα ελληνικά - πολυειδής, πολύπλευρη, πολύπλευρο, πολύπλευρης, πολύπλευρες, πολυδιάστατη
  • monialakonserni στα ελληνικά - ετερογενών δραστηριοτήτων, ομίλου, ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων
Τυχαίες λέξεις
Moni στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρκετές, πολλαπλός, αρκετοί, πολλοί, πολύς, πολύ, πολλά, πολλές, πολλούς, πολλών