Monopoli στα ελληνικά
Μετάφραση: monopoli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- monokromaattinen στα ελληνικά - μονόχρωμος, μονοχρωματικό, μονοχρωματική, Μονόχρωμοι, μονοχρωματικού
- monoliittinen στα ελληνικά - μονολιθικός, μονολιθικού, μονολιθικό, μονολιθικά, μονολιθική
- monotoninen στα ελληνικά - μονότονη ομιλία, Μονοτονικές, μονότονο, μονόχρωμων, monotone
- monta στα ελληνικά - λεγεώνα, διάφοροι, πολλοί, πολυάριθμος, πολυειδής, πολλαπλός, άφθονος, ...
Τυχαίες λέξεις
Monopoli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής