Λέξη: προσεχτικός
Συνώνυμα: προσεχτικός
αγρυπνώς προσέχων, επαγρυπνών, λεπτολόγος
Μεταφράσεις: προσεχτικός
προσεχτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wary, vigilant, meticulous, careful, a keen
προσεχτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
precavido, cauto, vigilante, vigilantes, alerta, atentos, vigilancia
προσεχτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wachsam, aufmerksam, Wachsamkeit, wachsamen, wachsam sein
προσεχτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sage, vigilant, prudent, alerte, réservé, avisé, circonspect, prévoyant, vigilants, vigilante, vigilance, preuve de vigilance
προσεχτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prudente, vigile, vigilante, vigili, vigilanti, vigilare
προσεχτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vigilante, vigilantes, atentos, vigilância, atento
προσεχτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waakzaam, alert, waakzaam te, waakzame, waakzaam zijn
προσεχτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опасливый, осмотрительный, подозрительный, настороженный, осторожный, бдительный, бдительность, бдительными, бдительны, бдительным
προσεχτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
årvåken, årvåkne, vakt, aktpågivende, på vakt
προσεχτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
varsam, vaksamma, vaksam, uppmärksam, vaksamt, uppmärksamma
προσεχτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varovainen, valpas, valppaana, valppaina, valppaasti, valppaita
προσεχτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vagt, årvågne, på vagt, opmærksom, opmærksomme
προσεχτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostražitý, obezřetný, opatrný, obezřelý, bdělý, ostražití, bdělí, ostražitá
προσεχτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozważny, przezorny, czujny, oględny, nieufny, ostrożny, czujność, czujni, czujności, czujnym
προσεχτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éber, éberen, ébernek, éberek
προσεχτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uyanık, tetikte, dikkatli, ihtiyatlı, tedbirli
προσεχτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бородавчастий, шишкуватий, пильний, пильне, спостережливий
προσεχτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vigjilent, vigjilentë, vigjilente, syhapur, vigjilent në
προσεχτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бдителен, бдителни, бдителна, бдителност
προσεχτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пільны, пільнае
προσεχτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõetruult, valvas, valvsad, valvsaks, valvel, valvsuse
προσεχτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lukav, obazriv, budan, oprezan, oprezni, budni, oprezu
προσεχτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vakandi, varðbergi, á varðbergi, vöku
προσεχτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
budrus, budrūs, budri, budrios, budriai
προσεχτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
modrs, modriem, modrību, piesardzīgiem, modrība
προσεχτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
буден, будна, претпазлива, внимаваат, внимателни
προσεχτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vigilent, vigilenți, vigilentă, vigilente, vigilenti
προσεχτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pazljivi, pozorni, pozorna, pazljiv, pazljiva
προσεχτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opatrný, ostražitý, obozretný, bdelý, čulý
Τυχαίες λέξεις