Nimike στα ελληνικά
Μετάφραση: nimike, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίμηνο, ετικέτα, διορία, όρος, τίτλος, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
Μεταφράσεις
- nimetön στα ελληνικά - ανώνυμος, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμο, ανώνυμες
- nimi στα ελληνικά - τίτλος, όνομα, ονομάζω, επωνυμία, ονομασία, ονόματος, όνομά, ...
- nimikirjain στα ελληνικά - αρχικά, το, η, ο, την, της
- nimikkeistö στα ελληνικά - γλώσσα, ονοματολογία, ονοματολογίας, ονοματολογία των, ονοματολογία που
Τυχαίες λέξεις
Nimike στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίμηνο, ετικέτα, διορία, όρος, τίτλος, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
Μεταφράσεις: τρίμηνο, ετικέτα, διορία, όρος, τίτλος, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι