Paino στα ελληνικά
Μετάφραση: paino, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάρος, τονίζω, τόνος, άγχος, έμφαση, στρες, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- painia στα ελληνικά - παλεύω, πάλη, παλεύουν, παλέψει, παλαίω
- painija στα ελληνικά - παλαιστής, παλαιστή, παλαιστής που, παλαιστή που
- painoarvo στα ελληνικά - βαρύτητα, σημασία, βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
- painoasu στα ελληνικά - τυπογραφία, τυπογραφίας, την τυπογραφία, τυπογραφια, της τυπογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Paino στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάρος, τονίζω, τόνος, άγχος, έμφαση, στρες, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
Μεταφράσεις: βάρος, τονίζω, τόνος, άγχος, έμφαση, στρες, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους