Palo στα ελληνικά
Μετάφραση: palo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροβολώ, πυρκαγιά, καίω, απολύω, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- palmikko στα ελληνικά - ρελιάζω, πλέκω, πτυχή, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, ...
- palmikoida στα ελληνικά - ρελιάζω, πλέκω, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, ...
- palohaava στα ελληνικά - καψαλίζω, καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
- paloiksi στα ελληνικά - χωριστά, κομμάτια, τεμάχια, τεμαχίων, κομματιών, τα κομμάτια
Τυχαίες λέξεις
Palo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροβολώ, πυρκαγιά, καίω, απολύω, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Μεταφράσεις: πυροβολώ, πυρκαγιά, καίω, απολύω, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός