Λέξη: παθητικός

Σχετικές λέξεις: παθητικός

παθητικός μέλλοντας και αόριστος, παθητικός μέλλοντας, παθητικός μέλλοντας και αόριστος α, παθητικός καπνιστής, παθητικός μέλλοντας και αόριστος ασκήσεις, παθητικός μέλλοντας και αόριστος β, παθητικός αόριστος β, παθητικός συνώνυμο, παθητικός αόριστος αρχαία ελληνικά, παθητικός αόριστος

Μεταφράσεις: παθητικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
passive, a passive, passive one
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inerte, pasivo, pasiva, pasivos, pasivas, pasiva de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
untätig, passives, passiv, passive, passiven, passiver
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inerte, inactif, passif, passive, passifs, passives
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passivo, inerte, passiva, passivi, passive
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passiva, passivo, passivos, passivas, passive
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passief, passieve, de passieve, passive
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
страдательный, безынициативный, бездеятельность, бездейственный, бездеятельный, покорный, инертный, бездействующий, пассивный, пассивная, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passiv, passive, passivt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passiv, passiva, passivt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimeton, passiivinen, passiivi, välinpitämätön, passiivisen, passiivista, passiivisia, passiivisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passiv, passive, passivt, en passiv
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezvládný, trpný, pasivní, pasivním, pasivního, pasivních, pasivně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pasywny, bezwolny, bierny, bezprocentowy, pasywne, bierne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
passzív, a passzív
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pasif, pasif bir, edilgen, passive
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пасивний, безчинний, бездіяльний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasiv, pasive, Passive, pasivë, pasive e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пасивен, пасивна, пасивно, пасивни, пасивното
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасіўны, Навічок, пасіўная, Гаваркі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
passiivne, passiivse, passiivsete, passiivsed, passiivset
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neaktivan, pasivan, nepokretan, pasivno, trpeljiv, pasivni, pasivna, pasivne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgerðalaus, óbeinum, óvirkur, óbeinar, óvirkt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasyvus, pasyvi, pasyvioji, pasyviai, pasyvaus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pasīvs, pasīva, pasīvā, pasīvo, pasīvās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пасивни, пасивна, пасивен, пасивната, пасивно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pasiv, pasivă, pasive, pasiva, pasivi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pasivní, pasivno, pasivna, pasivni, pasiven, pasivne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpný, pasívne, pasívny, pasívnej, pasívna, pasívnu
Τυχαίες λέξεις