Pappi στα ελληνικά
Μετάφραση: pappi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργός, θεσπέσιος, εφημέριος, θεϊκός, ιερέας, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- papisto στα ελληνικά - ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
- pappa στα ελληνικά - παππούς, πατέρας, Παππού, ο παππούς, grandpa, τον παππού
- pappila στα ελληνικά - πρεσβυτέριο, Rectory, Πρυτανεία, εφημερίου, οικία εφημερίου
- pappismies στα ελληνικά - εφημέριος, υπουργός, ιερέας, κληρικός, κληρικό, κληρικού, ιερέα, ...
Τυχαίες λέξεις
Pappi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργός, θεσπέσιος, εφημέριος, θεϊκός, ιερέας, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά
Μεταφράσεις: υπουργός, θεσπέσιος, εφημέριος, θεϊκός, ιερέας, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά