Λέξη: τολμηρός

Σχετικές λέξεις: τολμηρός

τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμιση του (video), τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός σαν, τολμηρός συνωνυμα

Συνώνυμα: τολμηρός

θρασύς, σκληραγωγημένος, αντέχων, σωματώδης, χοντρός, σθεναρός, εύσωμος, ανδρείος, απρεπής, ψυχωμένος, θαρραλέος, ορμητικός, γεμάτος ζωντάνια, επιδεικτικός, ζωηρός

Μεταφράσεις: τολμηρός

τολμηρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enterprising, plucky, adventurous, dashing, bold, daring, desperado, risque

τολμηρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emprendedor, apuesto, gallardo, estrellazo, Dashing, estralla a

τολμηρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mutige, abenteuerlich, unternehmungslustig, abenteuerlustig, schneidig, forsch, flott, schneidigen, schneidige

τολμηρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
courageux, hasardé, hasardeux, audacieux, hardi, risqué, aventurier, entreprenant, aventureux, chanceux, fringant, précipitant, fougueux, se précipitant, précipiter

τολμηρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avventuroso, focoso, affascinante, dashing, impetuoso, precipitare

τολμηρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empreendedor, empresa, arrojado, galhardo, dashing, precipitação, arrojada

τολμηρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondernemend, zwierig, onstuimige, stormen, dashing, stormende

τολμηρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опасный, предприимчивый, отважный, авантюрный, решительный, рискованный, смелый, инициативный, лихой, лихо, лихого, лихие, лихая

τολμηρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foretaksom, modig, dashing, feiende flott, styrtende, staselige, stase

τολμηρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
företagsam, käck, rusa, flott, grusa, rusar

τολμηρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sinnikäs, uskalias, hurtti, reipas, dashing, näyttävä, neuvokas

τολμηρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dashing, flot, flotte, piler, knuste

τολμηρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvážný, dobrodružný, podnikavý, riskantní, statečný, smělý, skvělý, elegantní, temperamentní, brilantní, neodolatelný

τολμηρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
junacki, awanturniczy, odważny, zuchowaty, ryzykowny, dziarski, ozdobny, dashing, buńczuczny, pełen fantazji

τολμηρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rámenős, lendületes, délceg, magával ragadó, fess

τολμηρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şık, dashing, atılgan, cesur, havalı

τολμηρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смикання, небезпечний, ризиковий, заповзятливий, лихий, відважний, хвацький, хвацька, лихої

τολμηρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pashëm, pashëm, të gjallë, elegant, i gjallë

τολμηρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
елегантен, смел, грандиозна, елегантно, енергичния

τολμηρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хвацкі, ліхі, хвацкай, заўзяты, рэзкай

τολμηρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ettevõtlik, seiklushimuline, pealehakkav, bravuurne, esinduslik, hoogsa, dashing, hoogsad

τολμηρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrabar, avanturistički, odvažan, avanturističku, opasan, srčan, poletan, žustar

τολμηρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glæsilegur

τολμηρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veržlus, šaunus, dashing, Dedzīgs, Brašs

τολμηρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brašs, Dashing, straujš, dedzīgs, uzkrītošs

τολμηρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
растрчани, грандиозна, храбар, заслепувачкиот, елегантен

τολμηρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elegant, dashing, impetuos, năvalnic, arătos

τολμηρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sijajen, drzni, Poletan

τολμηρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podnikavý, dobrodružný, skvelý, skvelé
Τυχαίες λέξεις