Pari στα ελληνικά

Μετάφραση: pari, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταιριάζω, σπίρτο, ζευγάρι, συνταιριάζω, σπιθαμή, ντουέτο, αγώνας, ζεύω, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο
Pari στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • paratiisi στα ελληνικά - παράδεισος, ουρανός, παράδεισο, παραδείσου, τον παράδεισο, ο παράδεισος
  • parfyymi στα ελληνικά - ευωδιά, ουσία, άρωμα, αρώματος, αρώματα, αρωμάτων, το άρωμα
  • parila στα ελληνικά - σχάρα, αμερικανικού ποδοσφαίρου, gridiron, γήπεδο ποδόσφαιρας, γήπεδο ράγκμπυ
  • parillinen στα ελληνικά - ακόμα, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
Τυχαίες λέξεις
Pari στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταιριάζω, σπίρτο, ζευγάρι, συνταιριάζω, σπιθαμή, ντουέτο, αγώνας, ζεύω, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο