Συνταιριάζω στα φινλανδικά
Μετάφραση: συνταιριάζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pari, kilpailu, ottelu, naittaa, sovi, mahdu, sopii, sopivat, mahtuu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταιριάζω
συνταιριάζω συνώνυμα, συνταιριάζω λεξικό, συνταιριάζω συνώνυμο, συνταιριάζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνταιριάζω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- συνταγματάρχης στα φινλανδικά - eversti, everstin, Colonel, everstiksi, everstille
- συνταγματικός στα φινλανδικά - rakenteellinen, luontainen, perustuslaillinen, perustuslain, perustuslaillisen, perustuslaillisia, Valtiosäännön asettamista
- συνταξιούχος στα φινλανδικά - eläkkeensaaja, eläkeläinen, kansaneläkeläinen, eläkkeellä, eläkkeelle, jäi eläkkeelle, siirtyi eläkkeelle
- συνταρακτικός στα φινλανδικά - innostava, järkyttävä, järkyttävää, järkyttäviä, järkyttävän
Τυχαίες λέξεις
Συνταιριάζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pari, kilpailu, ottelu, naittaa, sovi, mahdu, sopii, sopivat, mahtuu
Μεταφράσεις: pari, kilpailu, ottelu, naittaa, sovi, mahdu, sopii, sopivat, mahtuu