Pelto στα ελληνικά
Μετάφραση: pelto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τομέας, πεδίο, χωράφι, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
Μεταφράσεις
- pelottaa στα ελληνικά - τρόμος, φοβίζω, τρομάζω, εκφοβίζω, μεταπείθω, φόβος, αποτρέπω, ...
- pelottava στα ελληνικά - έσχατος, φοβερός, τρομακτικός, επίφοβος, φοβισμένος, τρομερός, τρομακτικό, ...
- peltopyy στα ελληνικά - πέρδικα, πέρδικες, πέρδικας, τις πέρδικες, πετροπέρδικα
- pelästys στα ελληνικά - φόβος, φοβάμαι, τρόμος, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο
Τυχαίες λέξεις
Pelto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τομέας, πεδίο, χωράφι, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
Μεταφράσεις: τομέας, πεδίο, χωράφι, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα