Piiska στα ελληνικά

Μετάφραση: piiska, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλάζω, ραβδί, μαστίζω, διακόπτης, βέργα, λοιδορώ, κοντάρι, αλλαγή, μαστίγιο, κτυπά, το μαστίγιο, κτυπήστε, μαστιγίου
Piiska στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • piirtää στα ελληνικά - παρατάσσω, έλκω, γραμμή, ρυτίδα, ανιχνεύω, σκιαγράφηση, επισύρω, ...
  • piiru στα ελληνικά - βαθμός, γρατσουνίζω, σημειώνω, ξύνω, γρατσουνιά, σημαίνω, αμυχή, ...
  • piiskata στα ελληνικά - διακόπτης, ιμάντας, αλλάζω, ραπίζω, χαστούκι, μαστίζω, λοιδορώ, ...
  • piispa στα ελληνικά - επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
Τυχαίες λέξεις
Piiska στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλάζω, ραβδί, μαστίζω, διακόπτης, βέργα, λοιδορώ, κοντάρι, αλλαγή, μαστίγιο, κτυπά, το μαστίγιο, κτυπήστε, μαστιγίου