Λέξη: καταμετρώ
Συνώνυμα: καταμετρώ
αγναντεύω, τοπογραφώ, επισκοπώ, μετρώ, προσμετρώ
Μεταφράσεις: καταμετρώ
καταμετρώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tally, admeasure
καταμετρώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mesurar
καταμετρώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusammenrechnen, kerbholz, übereinstimmen, zähler, summieren, berechnung, korrespondieren, admeasure
καταμετρώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compter, consentir, s'accorder, calculer, acquiescer, concorder, marquer, admeasure
καταμετρώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
admeasure
καταμετρώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fazer partilhas
καταμετρώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toemeten
καταμετρώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
счёт, ярлык, дубликат, копия, счет, квитанция, бирка, этикетка, номерок, вязаться, четко распределить
καταμετρώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
admeasure
καταμετρώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
admeasure
καταμετρώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunnari, sopia, ynnätä, vastata, admeasure
καταμετρώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
admeasure
καταμετρώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souhlasit, zaznamenat, počítat, vyměřit
καταμετρώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oznaczać, wyliczać, etykietka, rejestr, obliczać, zgadzać, liczyć, admeasure
καταμετρώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
címke, pénzdarab, pandant, névcédula, másodpéldány, bankár, megpipázás, lemér, adagol
καταμετρώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
admeasure
καταμετρώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бирка, чітко розподілити
καταμετρώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mas
καταμετρώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпределям, определям капацитета на, отмервам, определям дела на, определям количеството на
καταμετρώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дакладна размеркаваць
καταμετρώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pügalpulk, admeasure
καταμετρώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
daščica, mnoštvo, skup, niz, odbrojavati, brojač, ustanoviti granicu, odmjeriti, odmjeriti razdaljinu
καταμετρώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
admeasure
καταμετρώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikti, derėti, Dozuoti, Esamus, Išskirti, Paskirti dalį, Paskirti
καταμετρώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nomērīt, iemērīt, izmērīt
καταμετρώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
admeasure
καταμετρώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împărți, distribui
καταμετρώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
záznam, admeasure
καταμετρώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záznam, vyrubiť, vymerať, vymeriavaní, nadeliť, vymeranie
Τυχαίες λέξεις