Pito στα ελληνικά

Μετάφραση: pito, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθήκευση, πιάνω, συντήρηση, συντηρώ, κρατώ, λαβή, κράτημα, υποστηρίζω, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής
Pito στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pitkäveteinen στα ελληνικά - απεραντολόγος, μακροσκελής, χρονοβόρα, μακροσκελείς, μακρόπνοο έργο
  • pitkään στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
  • pitoisuus στα ελληνικά - ποσοστό, περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
  • pitopaikka στα ελληνικά - τόπος συναντήσεως, χώρο, χώρος, τόπο, σήμερα η έδρα
Τυχαίες λέξεις
Pito στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθήκευση, πιάνω, συντήρηση, συντηρώ, κρατώ, λαβή, κράτημα, υποστηρίζω, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής