Λέξη: τοκετός
Σχετικές λέξεις: τοκετός
τοκετός με καισαρική, τοκετός χωρίς επισκληρίδιο, τοκετός στο νερό, τοκετός ετυμολογία, τοκετός βίντεο, τοκετός στο σπίτι, τοκετός με επισκληρίδιο, τοκετός σκύλου, τοκετός στην 30η εβδομάδα, τοκετός σε δημόσιο νοσοκομείο
Συνώνυμα: τοκετός
γέννηση, γέννα, διανομή, παράδοση εμπορεύματος, απαγγελία, τρόπος ομιλίας, περιορισμός, λοχεία, φυλάκιση, τεκνοποιία
Μεταφράσεις: τοκετός
τοκετός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parturition, childbirth, delivery, birth, confinement
τοκετός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parto, el parto, del parto, nacimiento, partos
τοκετός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebären, geburtsvorgang, Geburt, Entbindung, der Geburt, Geburts, der Entbindung
τοκετός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couche, enfantement, accouchement, l'accouchement, naissance, la naissance, un accouchement
τοκετός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parto, il parto, nascita, al parto, del parto
τοκετός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parto, o parto, do parto, nascimento, ao parto
τοκετός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevalling, de bevalling, geboorte, de geboorte, bevallingen
τοκετός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
роды, родов, родах, родам, рождение ребенка
τοκετός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fødsel, childbirth, fødselen, barsel, fødsler
τοκετός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlossning, förlossningen, barnafödande, barns födelse, födseln
τοκετός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
synnytys, synnytyksen, synnytykseen, childbirth, synnytyksestä
τοκετός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fødsel, fødslen, barsel, fødsler, foedslen
τοκετός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
porod, porodu, narození dítěte, při narození dítěte, porodem
τοκετός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poród, porodu, porodem, porodzie, childbirth
τοκετός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szülés, szülési, a szülés, szülést, gyermekszülés
τοκετός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çocuk doğurma, doğum, Childbirth, doğumun, Doğumdan
τοκετός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пологи, роди, пологів
τοκετός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lindje fëmije, lindjes, lindjes së fëmijës, lindja, lindjen
τοκετός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раждане, раждането, раждане на дете, на раждане
τοκετός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
роды
τοκετός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sünnitamine, sünnitus, sünnitust, sünnituse, sünnitusega, sünnitusel
τοκετός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
porođaj, poroda, porođaja, porod, Childbirth
τοκετός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
barneignir, fæðing, fæðingu, barnsburður, barnsburðar
τοκετός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gimdymas, gimdymo, vaiko gimimo, kūdikio gimimo, vaiko gimimas
τοκετός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzemdības, bērna piedzimšanas, dzemdībām, dzemdību
τοκετός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
породувањето, породување, раѓање, на породувањето, раѓањето
τοκετός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
naștere, nastere, nașterii, nașterea copilului, de naștere
τοκετός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
porod, ob rojstvu otroka, rojstvo otroka, poroda, rojstvu
τοκετός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pôrod, pôrodu