Λέξη: γόνατα
Σχετικές λέξεις: γόνατα
γόνατα mcpherson, γόνατα και πόδια, γόνατα παθήσεις, γόνατα μακρυπούλια, γόνατα macpherson, γόνατα διατροφή, γόνατα ασκήσεις, γόνατα τύπου «ο», γόνατα πόνος, γόνατα μακφέρσον
Συνώνυμα: γόνατα
ποδιά, αγκαλιά, κόλπος
Μεταφράσεις: γόνατα
γόνατα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lap, knees, knee, the knees, his knees
γόνατα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
circuito, falda, seno, vuelta, regazo, el regazo, la vuelta, de vuelta
γόνατα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schoß, Runde, Schoß, Runden, Rundenzeit
γόνατα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tour, cycle, pan, environner, étape, lécher, genoux, cerner, envelopper, giron, laper, clapoter, ceindre, circuit, embrasser, lap, les genoux
γόνατα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tappa, grembo, giro, lappare, lap, ginocchia, sul giro
γόνατα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lanterna, regaço, colo, volta, lap, voltas
γόνατα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ronde, kabbelen, klapperen, plassen, schoot, lap, overlapping, rondetijd
γόνατα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тур, притереть, охватывать, фалда, шлифовать, плескать, пола, свертывать, этап, доводить, притирать, раунд, полировать, саам, глотать, плескаться, круг, коленях, колени, поясной
γόνατα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lap, runde, fanget, fang, runden
γόνατα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lap, varv, knä, varvet, höft
γόνατα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kierros, helma, liplattaa, lipoa, lap, kierrosaikahaasteet, sylissä, kierrosaika
γόνατα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lap, skød, skødet, omgang, omgangstid
γόνατα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
etapa, cíp, šplouchat, okruh, chlemtat, zabalit, kolo, obklopit, klín, břišní, lap, kole
γόνατα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obieg, opłukiwać, zaleźć, otoczyć, żłopać, zakucie, pluskać, chlipać, objąć, etap, przysłonięcie, siorbać, chlupot, zwój, okrążenie, zawalcowanie, zakładka, lap, okrążenia, kolanach
γόνατα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cimpa, öl, kör, körben, lap, ölében
γόνατα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tur, kucak, lap, vatka, bindirme
γόνατα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коло, круг, кола
γόνατα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prehër, xhiro, llokoçitje, pi me gjuhë, lë në xhiro pas
γόνατα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скут, скута, обиколка, обиколка в, скута на
γόνατα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
круг, кола
γόνατα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ring, ringi, süles, lap, ringil
γόνατα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krilo, krug, etapa, preklop, srkati
γόνατα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hringur, hring, Lap, Hringtími, Hringur, Hringtímar
γόνατα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sinus
γόνατα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
etapas, juosmens, ratas, rato, lap
γόνατα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lakt, laizīt, aplis, klēpis, klēpja, apļa, klēpja drošības
γόνατα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скут, скутот, круг, лап, скут се најде
γόνατα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poală, tur, poala, tură, lap
γόνατα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolo, lap, krog, trebušni, kroga, krogov
γόνατα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klin, klín, kolená, lona, lono
Στατιστικά δημοτικότητας: γόνατα
Τυχαίες λέξεις