Pohjimmiltaan στα ελληνικά

Μετάφραση: pohjimmiltaan, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικά, βασικά, βάση, κατά βάση, κυρίως
Pohjimmiltaan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pohjasakka στα ελληνικά - κατακάθι, επαναθέτω, προσχώνω, ίζημα, ιλύς, μούργα, κατακάθια, ...
  • pohjaton στα ελληνικά - άπατος, φοβερός, απύθμενος, απύθμενο, πυθμένα, χωρίς πυθμένα, πάτο
  • pohjoinen στα ελληνικά - βοράς, βοριάς, βόρειος, βορράς, Βόρεια, Βόρειο, Βόρειας
  • pohjoisvaltioiden στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, ένωση, σωματειακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής
Τυχαίες λέξεις
Pohjimmiltaan στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικά, βασικά, βάση, κατά βάση, κυρίως