Λέξη: υποθετικός

Σχετικές λέξεις: υποθετικός

υποθετικός λόγος στα ιταλικά, υποθετικός λόγος ασκήσεις, υποθετικός λόγος, υποθετικός λόγος στα αρχαία, υποθετικός λόγος αγγλικά, υποθετικός συλλογισμός, υποθετικός λόγος στα γαλλικά, υποθετικός λόγος αρχαία ελληνικά, υποθετικός λόγος αρχαία, υποθετικός λόγος στα νέα ελληνικά

Συνώνυμα: υποθετικός

ψευδώνυμο, εικαστικός, συμπερασματικός, πιθανός

Μεταφράσεις: υποθετικός

υποθετικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speculative, hypothetical, hypothetic, conditional, conjectural, presumptive

υποθετικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulativo, hipotético, hipotética, hipotéticos, hipotéticas, hipótesis

υποθετικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neugierig, riskant, risikoreich, theoretisch, hypothetischen, hypothetische, hypothetisch, hypothetischer

υποθετικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spéculatif, interrogateur, scrutateur, curieux, théorique, hypothétique, hypothétiques, hypothèse

υποθετικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ipotetico, ipotetica, ipotetici, ipotetiche, un'ipotetica

υποθετικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curioso, hipotético, hipotética, hipotéticas, hipotéticos, hipótese

υποθετικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuwsgierig, benieuwd, weetgierig, hypothetisch, hYPOTHETISCH VAN AARD, hypothetische, hypothetische aard, DEZE HYPOTHETISCHE

υποθετικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гипотетический, умозрительный, теоретический, рискованный, спекулятивный, ГИПОТЕТИЧЕСКИМИ, гипотетическая, гипотетической, гипотетическое

υποθετικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hypotetisk, hypotetiske, tenkt

υποθετικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hYPOTETISK, hypotetiska, hypotetiskt, tänkt, en hypotetisk

υποθετικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
spekulatiivinen, hypoteettinen, hypoteettisia, hypoteettisen, hypoteettista, luonteeltaan hypoteettinen

υποθετικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hypotetisk, hypotetiske, hypotetisk karakter, af hypotetisk karakter, teoretisk

υποθετικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hloubavý, spekulativní, teoretický, zkoumavý, pátravý, bádavý, spekulační, hypotetický, hypotetické, hypotetická, o hypotetický, hypotetickou

υποθετικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spekulatywny, badawczy, spekulacyjny, teoretyczny, hipotetyczny, hipotetyczne, hipotetyczna, charakter hipotetyczny, hipotetycznej

υποθετικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spekulatív, spekulációs, hipotetikus, feltételezett, elméleti, hipotetikus jellegű, feltételes

υποθετικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meraklı, farazi, varsayımsal, hipotetik, varsayımsal bir, varsayıma

υποθετικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
умоглядний, ризиковий, спекулятивний, ризикований, гіпотетичний, гіпотетичне, гіпотетичного

υποθετικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hipotetike, hipotetik, hipotetik i, të supozuar

υποθετικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хипотетичен, хипотетично, хипотетична, хипотетичния, хипотетичната

υποθετικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гіпатэтычны, гіпатэтычная, гіпатэтычна, гіпатэтычнае

υποθετικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
spekulatiivne, oletuslik, hüpoteetiline, hüpoteetilise, hüpoteetilised, hüpoteetilist

υποθετικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumnjiv, hipotetski, hipotetički, hipotetska, hipotetička, hipotetske

υποθετικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ímyndaður, ímyndað, ímyndaðri, ímyndað fyrirtæki, tilgátu

υποθετικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
hipotetinis, hipotetinė, hipotetinio, hipotetiniai, hipotetinio pobūdžio

υποθετικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zinātkārs, ziņkārīgs, hipotētisks, hipotētiska, hipotētiski, hipotētisku, hipotētisks raksturs

υποθετικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хипотетички, хипотетичка, хипотетичко, хипотетичките, хипотетичниот

υποθετικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curios, ipotetic, ipotetică, ipotetice, natură ipotetică, de natură ipotetică

υποθετικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spekulativní, hipotetična, hipotetično, hipotetični, hipotetičen, hipotetične

υποθετικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špekulatívni, hypotetický, hypotetickej, hypotetickú povahu, hypotetické, hypotetickú
Τυχαίες λέξεις