Λέξη: πριμ

Σχετικές λέξεις: πριμ

πριμ 17 εκατ. ευρώ σε μελισσοκόμους, πριμ αγροτων, πριμ συνέπειας για όσους πληρώνουν, πριμ κινδυνου, πριμ παραγωγικότητας φορολογια, πριμ μαρινακη, πριμ παραγωγικοτητασ, πριμ παραγωγικότητας στο δημόσιο, πριμ champions league, πριμ συνεπειας

Μεταφράσεις: πριμ

πριμ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bonus, bonuses, premium, premiums, a premium

πριμ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bonificaciones, bonos, primas, bonos de, los bonos

πριμ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gratifikation, anregung, prämie, Boni, Prämien, Bonusse, Bonus

πριμ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indemnité, accessoire, addition, appendice, gratification, bonus, supplément, ajout, stimulant, prime, primes, les primes, des primes, des bonus

πριμ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
premio, bonus, premi, indennità, i bonus, bonus di

πριμ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bônus, gratificações, bónus, bonificações, bônus de

πριμ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
premie, bonus, bonussen, premies, verhogingen, de bonussen

πριμ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
премиальный, наградные, тантьема, бонус, премия, бонусы, бонусов, премии, тантьемы

πριμ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bonuser, bonus, bonusene, bonuser for

πριμ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bonusar, bonus, bonusarna, återbäring

πριμ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkkalisä, bonukset, bonuksia, palkkiot, tävät lisät, bonusten

πριμ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bonusser, bonus, tillæg, bonuser

πριμ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příplatek, prémie, přídavek, bonusy, odměny, příplatky, bonusů

πριμ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
premia, tantiema, premie, bonusy, premii, nagrody, bonusów

πριμ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyereségrészesedés, bónuszok, prémiumok, bónuszokat, többlettámogatás, jutalmak

πριμ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ikramiye, bonusları, bonuslar, bonus, ikramiyeler

πριμ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
премія, конусний, тантьєма, винагорода, бонус, бонуси

πριμ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bonuset, shpërblimet, bonuse, shpërblime, shpërblimet e

πριμ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
премия, бонуси, бонусите, премии, бонуси за, различни бонуси

πριμ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бонусы

πριμ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
boonus, preemia, preemiad, lisatasud, boonused, boonuste, boonuseid

πριμ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagrada, premija, bonus, bonuse, bonusi, bonusa

πριμ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bónus, bónusa, bónusar, kaupaukar, kaupauka

πριμ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
premijas, premijos, priemokos, premijų, priemokas

πριμ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prēmijas, bonusi, atvieglojumi, piemaksas

πριμ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бонуси, бонусите, бонус, бонуси за

πριμ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bonusuri, prime, bonusurile, uri, bonusurilor

πριμ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bonus, bonusi, dodatki, bonusov, bonitete, bonuse

πριμ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bonus, bonusy, bonusmi, prémie

Στατιστικά δημοτικότητας: πριμ

Τυχαίες λέξεις