Poisjättäminen στα ελληνικά
Μετάφραση: poisjättäminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράλειψη, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- poimuttaa στα ελληνικά - πτύσσω, χώνω, πτυχή, πιέτα, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, ...
- pois στα ελληνικά - μακριά, έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
- poisjättö στα ελληνικά - αποκλεισμός, Εξαιρουμένων, ΧΩΡΙΣ, Χωρίς, Εξαιρούνται, Εξαιρουμένων των
- poisotto στα ελληνικά - μετάθεση, εξαγωγή, αφαίρεση, εξάλειψη, καταγωγή, απογείωση, απογειωθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Poisjättäminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράλειψη, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
Μεταφράσεις: παράλειψη, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού