Λέξη: φιάσκο

Σχετικές λέξεις: φιάσκο

φιάσκο του υπουργείου παιδείας με τους κωδικούς κατάθεσης των μηχανογραφικών, φιάσκο δεπα, φιάσκο ετυμολογία, φιάσκο αντισημιτισμού, φιάσκο της λουίζης ριανκούρ, φιάσκο της οδού νιόβης, φιάσκο τησ ριανκούρ, φιάσκο της σίνδου, φιάσκο τησ οδού λουίζησ ριανκούρ

Συνώνυμα: φιάσκο

γελοία αποτυχία, πλήρης αποτυχία

Μεταφράσεις: φιάσκο

φιάσκο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fiasco, debacle, a fiasco, flop

φιάσκο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fracaso, derrota, fiasco, fiasco de, debacle, fiasco del

φιάσκο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fiasko, trauerspiel, Fiasko, fiasco, Fiaskos

φιάσκο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fiasco, tape, veste, déveine, échec, fiasco de, le fiasco, fiasco du, fiasco des

φιάσκο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fiasco, fallimento, fiasco di, fiasco della, insuccesso

φιάσκο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fiasco, fracasso, fiasco de, fiasco da, fiasco do

φιάσκο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flop, fiasco, echec, mislukking, fiasco van

φιάσκο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
провал, фиаско, облом, провалом

φιάσκο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiasco, fiasko, fiaskoen, kaos

φιάσκο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fiasko, fiaskot, misslyckande, fiasco

φιάσκο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
fiasko, fiaskon, fiaskoon, fiaskosta, epäonnistuminen

φιάσκο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fiasko, fiaskoen, fiasco, fiaskoen i

φιάσκο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezdar, fiasko, fiaskem, fiasku, fiasco

φιάσκο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepowodzenie, fiasko, fiaskiem, fiasco, fiaska, fiasku

φιάσκο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fiaskó, kudarc, kudarca, kudarcot, kudarccal

φιάσκο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fiyasko, fiasco, bir fiyasko, fiyaskoydu, fiyaskosu

φιάσκο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фіаско

φιάσκο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiasko, Dështimi, dështim, Fiaskoja, Fiaskoja e

φιάσκο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фиаско, провал, фиаското, фиаското на

φιάσκο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фіяска

φιάσκο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbikukkumine, fiasko, fiaskoga, nurjumine, fiaskoks, fiaskot

φιάσκο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
propast, neuspjeh, fijasko, fijasko je, i fijasko, potpuni fijasko

φιάσκο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
misheppnað tiltæki

φιάσκο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fiasko, fiasco, žlugimas, visiškas žlugimas, sužlugimas

φιάσκο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fiasko, neveiksme, izgāšanās

φιάσκο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фијаско, фијаското, дебаклот, фијаското на, во Финска

φιάσκο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fiasco, eșec, un fiasco, fiascoul

φιάσκο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fiasco, polom, fiasko, polomija, Fijasko

φιάσκο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fiasko, fiaskom
Τυχαίες λέξεις