Λέξη: προϋπολογισμός

Σχετικές λέξεις: προϋπολογισμός

προϋπολογισμός λειτουργίας, προϋπολογισμός εε, προϋπολογισμός 2014 υπουργείο παιδείας, προϋπολογισμός 2013, προϋπολογισμός 2011, προϋπολογισμός οτα, προϋπολογισμός πωλήσεων, προϋπολογισμός 2012, προϋπολογισμός έργου και τεχνικές εκτίμησης κόστους, προϋπολογισμός 2014

Συνώνυμα: προϋπολογισμός

εκτίμηση, υπολογισμός

Μεταφράσεις: προϋπολογισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
budget, budget of, budget is, budget for, budget shall
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
presupuesto, presupuesto de, presupuestaria, de presupuesto, presupuestario
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
budget, etat, haushaltsplan, haushalt, Haushalt, Budget, Haushaltsplan
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
budgéter, devis, budgétons, budget, budgétaire, budget de, le budget, de budget
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bilancio, budget, di bilancio, dal budget, del bilancio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
orçamento, orçamental, orçamento de, de orçamento, do orçamento
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
budget, begroting, begroting van, de begroting
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запас, бюджет, бюджета, бюджете, бюджетный, бюджетного
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
budsjett, budsjettet, Budget
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
budget, budgeten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
budjetti, edullinen, talousarvio, ennakkoarvio, talousarvion, talousarvioon, halvoille
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
budgettere, budget, budgettet, budgetforslag
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpočet, rozpočtu, rozpočtové, rozpočtová, levných
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
budżet, budżetu, budżecie, budżetowe, budżetowy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
költségvetés, büdzsé, költségvetési, költségvetésének, költségvetést, költségvetése
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bütçe, bütçenize, bütçesi, bütçeli, budget
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бюджетний, бюджет, бюджету
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
buxhet, buxheti, buxhetit, buxheti i, të buxhetit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бюджет, бюджета, бюджетна, бюджетен, на бюджета
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бюджэт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eelarve, majandama, eelarvest, eelarvet, eelarves, eelarvesse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proračuna, budžet, proračun, proračunski, proračunu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjárhagsáætlun, kostnaðarhámark, kostnaðarhámarkið, fjárlög, fjárlögum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
biudžetas, biudžeto, biudžetą, biudžetui, biudžete
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
budžets, budžeta, budžetu, budžetā, budžetam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
буџет, буџетот, буџетските, буџетски, буџетскиот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buget, bugetul, bugetului, bugetar, bugetară
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
proračun, proračuna, proračunska, proračunske, proračun za
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozpočet, rozpočtu, rozpočte

Στατιστικά δημοτικότητας: προϋπολογισμός

Τυχαίες λέξεις