Puisto στα ελληνικά
Μετάφραση: puisto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράσινος, κοινός, συνηθισμένος, πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- puistatus στα ελληνικά - ρίγος, ανατριχίλα, το ρίγος, shiver, ανατριχιάζω
- puistella στα ελληνικά - τρέμω, τρεμουλιάζω, σαλεύω, κουνώ
- puistokatu στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρος με χλόην ή δένδρα εις τα άκρα της, Parkway, Πάρκγουέη, χώρων στάθμευσης
- puistotie στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρος με χλόην ή δένδρα εις τα άκρα της, Parkway, Πάρκγουέη, χώρων στάθμευσης
Τυχαίες λέξεις
Puisto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράσινος, κοινός, συνηθισμένος, πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Μεταφράσεις: πράσινος, κοινός, συνηθισμένος, πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης