Λέξη: φόρμα

Σχετικές λέξεις: φόρμα

φόρμα βιογραφικού, φόρμα αδυνατίσματος, φόρμα εξουσιοδότησης, φόρμα επικοινωνίας, φόρμα εκδήλωσης ενδιαφέροντος, φόρμα περιοδικό, φόρμα αίτησης, φόρμα αξιολόγησης σεμιναρίου, φόρμα επιστολής, φόρμα σιλικόνης, ολόσωμη φόρμα

Συνώνυμα: φόρμα

μορφή, έντυπο υπόδειγμα, τρόπος, τύπος, σχήμα, ευρύχωρο εξωτερικό ένδυμα, παντελόνι εργασίας

Μεταφράσεις: φόρμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
template, form, shape, the form, mold, fit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
forma, formulario, forma de, formulario de, la forma
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schablone, vorlage, zeichenschablone, Form, Formular, bilden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modèle, forme, formulaire, sous forme, la forme, formule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forma, modulo, modulo di, sotto forma, formulario
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
molde, tempestade, forma, formulário, formulário de, forma de, formato
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patroon, sjabloon, vorm, formulier, vormen, de vorm, het formulier
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лекало, шаблон, форма, формы, форму, формой, форме
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjema, skjemaet, skjema for
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
formulär, formen, blankett, formuläret
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muoto, lomake, muodossa, lomakkeen, muodon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
formular, formularen, formen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzor, šablona, formulář, forma, formuláře, formu, tvar
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szablon, forma, formularz, postać, kształt, formą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomtatvány, űrlap, forma, formájában, formában
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
form, formu, bir şekilde, biçimi, şekli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шаблон, форма, форму
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
formë, Forma, formë e, Formulari, formular
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шаблон, форма, формуляр, формуляр за, формата, вид
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
форма
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mall, vorm, kujul, vormi, vormis, kaudu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predložak, šablona, oblik, obrazac, forma, obliku, oblika
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mynd, formi, mynda, eyðublað, konar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
forma, formą, formos, sistema
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
forma, veidlapa, anketa, veids, formu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
форма, вид, образец, формата, облик
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
formular, formă, formularul, formularului, formă de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šablona, forma, vzor, obrazec, oblika, form, obliko, obrazec za
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šablóna, forma, vzor, formulár, online, tlačivo, formulár Komu

Στατιστικά δημοτικότητας: φόρμα

Τυχαίες λέξεις