Pysyttää στα ελληνικά
Μετάφραση: pysyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποστηρίζω, αμπάρι, διατηρώ, διατείνομαι, κατακρατώ, κρατώ, εξακολουθώ, για τη διατήρηση, να διατηρήσουν, να διατηρήσει, να διατηρούν, να διατηρηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pystyyn στα ελληνικά - άνω, πάνω, επάνω, μέχρι, έως, up
- pystyä στα ελληνικά - κουτί, μπορώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
- pysyvyys στα ελληνικά - επιμονή, εμμονή, σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
- pysyvä στα ελληνικά - αδιάπτωτος, διαρκείας, συνεχής, μόνιμος, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, ...
Τυχαίες λέξεις
Pysyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποστηρίζω, αμπάρι, διατηρώ, διατείνομαι, κατακρατώ, κρατώ, εξακολουθώ, για τη διατήρηση, να διατηρήσουν, να διατηρήσει, να διατηρούν, να διατηρηθεί
Μεταφράσεις: υποστηρίζω, αμπάρι, διατηρώ, διατείνομαι, κατακρατώ, κρατώ, εξακολουθώ, για τη διατήρηση, να διατηρήσουν, να διατηρήσει, να διατηρούν, να διατηρηθεί