Λέξη: εξωστρεφής

Σχετικές λέξεις: εξωστρεφής

εξωστρεφής σημασια, εξωστρεφής λόφος του στρέφη, εξωστρεφής χαρακτήρας, εξωστρεφής τι σημαίνει, εξωστρεφής λοφος στρεφη, εξωστρεφής στρέφη, εξωστρεφής εξάρχεια, εξωστρεφής wiki, εξωστρεφής wikipedia, εξωστρεφής λεξικο

Μεταφράσεις: εξωστρεφής

εξωστρεφής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
outgoing, extrovert, extroverted, outward looking

εξωστρεφής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extrovertido, extrovertida, extravertido, extrovert, persona extrovertida

εξωστρεφής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auslaufend, verlassend, ausgehend, extravertiert, extrovertiert, extrovertierten, extrovertierte, extrovert

εξωστρεφής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sortant, sortie, extraverti, extravertie, extroverti, extraversion, extrovertie

εξωστρεφής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estroverso, estroversa, estroversi, extrovert

εξωστρεφής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extrovertido, extrovertida, extrovert, pessoa extrovertida, extrovertidos

εξωστρεφής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
extrovert, extravert, extraverte, extroverte, extraverter

εξωστρεφής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исходящий, издержки, отходящий, истечение, уходящий, уезжающий, разбитной, отбывающий, экстроверт, экстровертированный, экстраверт, экстравертом

εξωστρεφής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utadvendt, extrovert, ekstrovert, ekstroverte, utadvendte

εξωστρεφής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utåtriktad, utåtriktade, extrovert, utåtriktad person, extroverta

εξωστρεφής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ekstrovertti, extrovert, ulospäinsuuntautunut, ulospäin suuntautunut, ulospäin suuntautunutta

εξωστρεφής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udadvendt, udadvendte, ekstrovert, udadrettet

εξωστρεφής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výstup, extrovert, extrovertní

εξωστρεφής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
towarzyski, wyjazdowy, wyjście, otwarty, rozchodowy, ekstrawertyk, ekstrawertykiem, extrovert, ekstrawertyczny

εξωστρεφής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
távozó, extrovertált, extrovert, kifelé forduló, az extrovertált, extravertált

εξωστρεφής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dışa dönük, dışadönük, extrovert, dışa dönük bir, dışa dönüktür

εξωστρεφής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вихідний, витікання, витрати, екстроверт

εξωστρεφής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
extrovert, extrovert grup, gjithëpërfshirës extrovert

εξωστρεφής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сходящия, екстроверт, екстровертна, екстровертен, общителен човек, общителен

εξωστρεφής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экстроверт

εξωστρεφής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastutulelik, väljuv, ekstravert, ekstravertsem, ekstraverdid, Ekstrovertti, Väljapoole suunatud

εξωστρεφής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otvorena osoba, ekstrovert, stvarateljevih

εξωστρεφής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
extrovert, opið

εξωστρεφής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekstravertas, komunikabilus, ekstravertišku elgesiu, Žmogus be dvasiniø interesų

εξωστρεφής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekstraverts, intravertu, extrovert, ekstravertu

εξωστρεφής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екстроверт, екстровертна личност

εξωστρεφής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extrovertit, extrovertita, extrovert, extrovertite, persoana extrovertita

εξωστρεφής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Odprta

εξωστρεφής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
extrovert, extrovertný

Στατιστικά δημοτικότητας: εξωστρεφής

Τυχαίες λέξεις