Ränsistynyt στα ελληνικά
Μετάφραση: ränsistynyt, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρελός, τρελούτσικος, υποβαθμισμένων, τρέχει προς τα κάτω, υποβαθμισμένη, υποβαθμισμένες, υποβαθμισμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- luonnonlahjakkuus στα ελληνικά - φυσικό ταλέντο, το φυσικό ταλέντο, φυσικό του ταλέντο, φυσικά χαρίσματα, πηγαίο ταλέντο
- mitallinen στα ελληνικά - μετρήσιμη, μετρήσιμο, μετρήσιμα, μετρήσιμους, μετρήσιμες
- ohjelmointi στα ελληνικά - προγραμματισμός, προγραμματισμού, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, του προγραμματισμού
- pellavainen στα ελληνικά - κλινοσκεπάσματα, λινό, λινάρι, λινός, Ινές, Λινέλαιο, flaxen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ränsistynyt στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρελός, τρελούτσικος, υποβαθμισμένων, τρέχει προς τα κάτω, υποβαθμισμένη, υποβαθμισμένες, υποβαθμισμένο
Μεταφράσεις: τρελός, τρελούτσικος, υποβαθμισμένων, τρέχει προς τα κάτω, υποβαθμισμένη, υποβαθμισμένες, υποβαθμισμένο