Λέξη: προκύπτω

Σχετικές λέξεις: προκύπτω

προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά

Συνώνυμα: προκύπτω

αυξάνω, προσγίνομαι, επακολουθώ, καταλήγω, προέρχομαι

Μεταφράσεις: προκύπτω

προκύπτω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accrue, arise, ensue, come of

προκύπτω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aumentarse, suceder, salir, nacer, surgir, acumularse, acrecentar, acumular, devengarán, devengará

προκύπτω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufkommen, erwachsen, anfallen, zufließen, zugute, auflaufen

προκύπτω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
découler, surgir, lever, empiler, augmenter, insurger, amasser, produire, paraître, entasser, survenir, s'ensuivre, résulter, ressortir, croître, naître, se accumuler, s'accumuler, accumuler, courir, accumuler des

προκύπτω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conseguire, sorgere, maturare, accumulare, matureranno, maturerà, derivare

προκύπτω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nascer, aflorar, levantar, advir, resultar, acumular, acumulam, acumulará

προκύπτω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontstaan, aangroeien, toenemen, oplopen, toekomen, bouwt

προκύπτω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вздыматься, нарастать, увеличиваться, воздвигаться, родиться, подниматься, возвыситься, приподняться, подняться, увеличиться, проистекать, вставать, появляться, нарождаться, нарасти, происходить, накапливаться, начисляются, начисляться, накапливать

προκύπτω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følge, påløper, tilfalle, påløpe, opparbeider, tilfaller

προκύπτω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
falla, tillfalla, faller, tillfaller, att tillfalla

προκύπτω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nostaa, sukeutua, karttua, siunaantua, koitua, johtua, kehkeytyä, ilmaantua, kasvaa, kertyä, kertyy, koituu, kerry, kertyvät

προκύπτω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfalde, tilfalder, påløber, tilflyde

προκύπτω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akumulovat, vzniknout, pojít, přibýt, nahromadit, vyvstávat, narůstat, zvednout, vznikat, vytvořit, vyvstat, vzejít, vycházet, vyplynout, narůst, povstat, přibývat, připadne, připadají

προκύπτω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzrastać, pojawić, narastać, przyrastać, powstawać, następować, lęgnąć, zwiększać, wynikać, powiększać, pojawiać, wzbogacać, zgromadzać, zgromadzić, ukazać, gromadzić, przypadać, naliczane, przypadają, naliczone

προκύπτω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
növekszik, származik, gyűlnek, halmozódnak, illetik

προκύπτω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahakkuk etmek, tahakkuk, tahakkuk eder, doğacak, tahakkuk eden

προκύπτω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
накопичуватися, слідувати, поставати, надихніть, здійматися, випливати, воскрети, піднятися, наростати, відбуватися, збільшуватись, наростатиме, наростатимуть, зростати, зростатиме

προκύπτω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rritet, të rritet, grumbullohen, shtohet, i kthehet

προκύπτω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възниквам, натрупвате, натрупват, натрупате, трупате, начислява

προκύπτω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нарастаць, ўзрастаць

προκύπτω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lisanduma, tekkima, kerkima, tõusma, järgnema, johtuma, laekuvad, laekub, koguneb, lisanduvad

προκύπτω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obračunavanje, ovan, sljedovati, poticati, slijediti, pritjecati, prikupljati, obračunavati, prikupiti, prikupite

προκύπτω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
renna, safna, rennur, safnar, falla til

προκύπτω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilti, priaugti, sukaupti, atitenka, susikaupti, skaičiuojamos

προκύπτω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzkrāties, rasties, uzkrāt, uzkrāj, uzkrātas

προκύπτω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
таложи, натрупа, се таложи, акумулираат, се акумулираат

προκύπτω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crește, rezulta, spori, acumula, revin

προκύπτω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vznikat, nabirali, pripadejo, pripada, nastajali, nastanejo

προκύπτω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
narastať, zvyšovať, rásť, vzrastať, stúpať
Τυχαίες λέξεις