Σαρκασμός στα αγγλικά

Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dig, sarcasm, quip, sarcastic, sarcastic comments, that sarcasm
Σαρκασμός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: σαρκασμός

quip
  • πείραγμα
  • σαρκασμός
  • σκώμμα
  • ευφυολογία
sarcasm
  • σαρκασμός

Σχετικές λέξεις: σαρκασμός

σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας αγγλικά, σαρκασμός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • σαρδόνιος στα αγγλικά - sardonic
  • σαρκάζω στα αγγλικά - mock, gibe, sneer
  • σαρκαστικός στα αγγλικά - sarcastic, caustic, taunting, mordant, vitriolic, being sarcastic
  • σαρκικός στα αγγλικά - carnal, fleshly, sensual
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: dig, sarcasm, quip, sarcastic, sarcastic comments, that sarcasm