Säännöllisyys στα ελληνικά

Μετάφραση: säännöllisyys, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τακτικότητα, κανονικότητα, την κανονικότητα, κανονικότητας, της κανονικότητας
Säännöllisyys στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • duuni στα ελληνικά - καθήκον, δουλειά, εργασία, Job, Εργασίας, Ιώβ
  • keikistellä στα ελληνικά - λουσάρω, καλλωπίζω, ανορθούμαι, υπερήφανος, κορδώνομαι, πήδημα ίππου, αναπηδώ
  • neuloa στα ελληνικά - θρέφω, πλέκω, ζαρώνω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε
  • paljastava στα ελληνικά - σαφής, ρητός, κατηγορηματικός, αποκαλύπτοντας, αποκαλύπτουν, αποκαλύπτει, αποκάλυψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Säännöllisyys στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τακτικότητα, κανονικότητα, την κανονικότητα, κανονικότητας, της κανονικότητας