Λέξη: τεντωμένος

Συνώνυμα: τεντωμένος

σε υπερένταση, τεταμένος, σφιχτός, μεθυσμένος, τέζα, σφιγκτός, σφικτός

Μεταφράσεις: τεντωμένος

τεντωμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tense, outstretched, tight, stretched, tensed

τεντωμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tensar, tiempo, extendido, extendida, outstretched, tendida, extendidos

τεντωμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gespannt, nervös, verkrampft, zeitform, ausgestreckt, ausgebreitet, ausgestreckten, ausgestreckte

τεντωμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moment, contracter, raide, bander, tendu, temps, étendu, tendue, tendus, tendues

τεντωμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tempo, disteso, tesa, outstretched, aperte, teso

τεντωμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estendido, esticado, estendida, outstretched, estendidas

τεντωμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijd, gespannen, ingespannen, strak, uitgestoken, uitgestrekt, uitgestrekte, outstretched, gestrekte

τεντωμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
натянутый, накаленный, возбужденный, тугой, настороженный, натягивать, напрягаться, возбуждать, напрягать, натягиваться, взвинченный, протянутый, протянутой, протянутая, вытянутой, вытянутая

τεντωμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utstrakte, utstrakt, utrakte, utrakt, outstretched

τεντωμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tempus, utsträckt, utsträckta, outstretched, uträckt, uträckta

τεντωμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiristyä, kiristää, virittynyt, ojossa, ojennetulla, ojennettuun, ojennettuna, levällään

τεντωμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udstrakte, udstrakt, strakt, fremstrakt, udrakt

τεντωμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čas, napínat, roztažený, natažený, nataženou, nataženýma, natažené

τεντωμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czas, napięty, spięty, napinać, rozpostarty, otwarty, outstretched, wyciągniętą, wyciągniętej

τεντωμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kinyújtott, kitárt, kinyujtott, széttárt, előrenyújtott

τεντωμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gergin, uzanmış, uzattığı, flaşların, uzatılmış, uzatilmiş

τεντωμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напружуватися, тугий, натягнутий, напружений, протягнутий, протягнений, простягнутий, протягнутим

τεντωμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përhapur, i shtrirë, shtrirë, të shtrirë, e shtrirë

τεντωμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпънат, издигната, протегнатата, протегната, простряна

τεντωμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагода, працягнуты

τεντωμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tempus, aeg, mänguvahendi, väljasirutatud, sirutatud, sirutanud paluva, väljaulatuvad

τεντωμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zategnut, napregnut, zategnuti, ispružen, istrgnut, ispruženu, ispružena, ispruženom

τεντωμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útréttan, útrétta, útréttum

τεντωμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsitiesęs, ištiestas, ištiesta, outstretched, ištiestą

τεντωμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izstiepts, izstieptu

τεντωμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
испружена, подадена, испружени, протегната, подадените

τεντωμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încordat, întinsă, întins, golul, apărat, a apărat

τεντωμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čas, nervózní, iztegnjeno, z iztegnjeno, Istrgnut, Ispružen

τεντωμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čas, strnulý, napínavý, roztiahnutý, natiahnutý, roztažený, rozťahaný, roztiahnuté
Τυχαίες λέξεις