Tosi στα ελληνικά
Μετάφραση: tosi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τακτικός, γνήσιος, αυθεντικός, ομαλός, πραγματικός, αληθής, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- henkäys στα ελληνικά - ανάσα, αναπνοή, αναπνοής, την αναπνοή, πνοή
- kalustus στα ελληνικά - έπιπλα, επίπλωση, έπιπλα από, επιπλωση, επιπλα
- karja-aitaus στα ελληνικά - μαντρί, περίφρακτο χωριό
- obligaatio στα ελληνικά - δεσμός, συνδέω, συγκολλώ, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
Τυχαίες λέξεις
Tosi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τακτικός, γνήσιος, αυθεντικός, ομαλός, πραγματικός, αληθής, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Μεταφράσεις: τακτικός, γνήσιος, αυθεντικός, ομαλός, πραγματικός, αληθής, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού