Tulipalo στα ελληνικά
Μετάφραση: tulipalo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιά, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aine στα ελληνικά - νοιάζομαι, γραφή, έκθεση, ουσία, δοκίμια, υπόθεση, δοκίμιο, ...
- jätesäiliö στα ελληνικά - σκουπιδοτενεκές, δοχείο απορριμμάτων, περιέκτη απορριμάτων, περιέκτη αποβλήτων, κάδου απορριμμάτων, δοχείο υπολειμμάτων
- laskutus στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, χρέωσης, τιμολόγησης, τιμολόγηση, χρέωση, χρέωσής
- oleellisesti στα ελληνικά - ουσιαστικά, κατ 'ουσίαν, ουσίαν, βασικά
Τυχαίες λέξεις
Tulipalo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιά, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Μεταφράσεις: απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιά, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός