Λέξη: ντεραπάρω
Μεταφράσεις: ντεραπάρω
ντεραπάρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
skid
ντεραπάρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patinazo, resbalar, patín, resbalón, skid, derrape
ντεραπάρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hemmschuh, schlitten, gestell, talfahrt, schleudern, rahmen, Schleudern, Kufe, Gleiter, Kompakt, Rutsch
ντεραπάρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dérapons, patin, déraper, glisser, dérapez, patiner, dérapage, dérapent, glissement, patinage, skid
ντεραπάρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scivolare, slittamento, sbandare, slittata, skid, pattino, antiscivolo
ντεραπάρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esqui, derrapar, patim, esquiar, derrapagem, skid, deslizamento
ντεραπάρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slippen, uitglijden, slip, skid, steunbalk, pallet
ντεραπάρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полоз, юз, скольжение, буксовать, салазки, скользить, занос, Skid, противоскольжения, противоскользящие
ντεραπάρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skli, skid, skrens, kompakt, slip
ντεραπάρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bromsa, slira, kompakt, skid, halk, sladd, inom kompakt
ντεραπάρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liukua, liuku, jalas, Liukuohjatut, Skid, jalaksille, liukuohjattu
ντεραπάρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udskridning, Minilæssere, Skid, Minilæsser, friktionspladen
ντεραπάρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabrzdit, sanice, skluznice, skluz, smyk, klouzat, Smykem, Skid, smyku, Protismykové
ντεραπάρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poślizg, hamulec, płoza, ślizg, hamować, zarzucać, mini, Skid, Ładowarki ze
ντεραπάρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ék, farolás, Skid, csúszás, Kompaktrakodók, Csúszásszabályozás, csúszásmentes
ντεραπάρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kızak, skid, mini, kayma, patinaj
ντεραπάρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сковзати, ковзати, занос, замет, занесення
ντεραπάρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trung, rrëshqitjes, shket, kundër rrëshqitjes, skid
ντεραπάρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
занасяне, буксуване, хлъзгане, подхлъзване, плъзгане
ντεραπάρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
намець, занос
ντεραπάρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piduriklots, Skid, jalastele, väikelaadurid, libiseks
ντεραπάρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kočnica, iskliznuti, skliznuti, klizanja, protiv klizanja, skid, nepovoljnost
ντεραπάρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geiga, renna, skrià ° öruggu
ντεραπάρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slysti, su šoniniu, slydimo, šoniniu, naudoti krautuvai su šoniniu
ντεραπάρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
buksēt, skid, Riteņu, lietoti riteņu, neslīdētu
ντεραπάρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пропадна, Skid, лизгање, комбинираните, буксувам
ντεραπάρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
derapa, incarcator, mini, antiderapant, derapare
ντεραπάρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skid, sani, kompaktni, drsenju, zdrsnejo
ντεραπάρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šmyk, smyk, šmyku
Τυχαίες λέξεις