Tunkio στα ελληνικά
Μετάφραση: tunkio, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίττωμα, κοπριά, κόπρανα, παλιοσίδερα, σωρός άχρηστων μετάλλων
Μεταφράσεις
- jokseenkin στα ελληνικά - περί, περίπου, αρκετά, σχεδόν, για, λογικά, κάπως, ...
- palkka στα ελληνικά - μισθός, αποδοχές, πληρωμή, απολαβές, πληρώνω, ημερομίσθιο, μισθών, ...
- perikato στα ελληνικά - ρήμαγμα, χαλώ, χαντακώνω, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Tunkio στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίττωμα, κοπριά, κόπρανα, παλιοσίδερα, σωρός άχρηστων μετάλλων
Μεταφράσεις: περίττωμα, κοπριά, κόπρανα, παλιοσίδερα, σωρός άχρηστων μετάλλων