Λέξη: αντέχω

Σχετικές λέξεις: αντέχω

αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω αγγλικά, αντέχω ησαίας ματιάμπα στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω πολύ, αντέχω ακόμα, αντέχω - μπάμπης στόκας (lyrics), αντέχω στίχοι, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω ησαίας ματιάμπα lyrics

Συνώνυμα: αντέχω

ανέχομαι, φέρω, υποφέρω, υποβαστάζω, κρατώ, διαμένω, σταματώ, στέκομαι, μένω, αναβάλλω, φορώ, φθείρω, τρίβω, τρίβομαι, παραμένω πιστός, εμμένω, περιμένω, αναμένω, κείμαι, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, διαρκώ, ανθίσταμαι, αντιστέκομαι, αντικρούω

Μεταφράσεις: αντέχω

αντέχω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endure, stand, bear, withstand, resist

αντέχω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comportar, aguantar, tolerar, resistir, soportar, penar, sufrir, durar, padecer, perdurar, estar de pie, estar, levantarse, pie

αντέχω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erdulden, vertragen, erleiden, ausstehen, aushalten, halten, ertragen, trotzen, stehen, Stand, Ständer, zu stehen

αντέχω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soutenir, subir, éprouver, endurent, résister, endurons, supportent, subsister, tolérer, endurez, digérer, durer, supporter, persister, endurer, supportez, se tenir debout, tenir, se tenir

αντέχω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
resistere, durare, sopportare, patire, soffrire, stare in piedi, stare, distinguersi

αντέχω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
padecer, sustentar, resistir, continuar, durar, suportar, dotar, dote, suporte, ficar, estar, pé

αντέχω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
velen, aanhouden, doorstaan, verdragen, uitstaan, voortduren, lijden, toelaten, uithouden, standhouden, duren, ondergaan, beklijven, staan, stand, opstaan, tribune, sta

αντέχω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выдержать, страдать, устоять, просуществовать, длиться, стерпеть, выдюжить, терпеть, продолжаться, вынести, выстрадать, вытерпеть, стоять, стенд, подставка, постоять

αντέχω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lide, tåle, stå, skiller seg, står, skiller, stand

αντέχω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uthärda, tåla, utstå, vara, lida, hålla, stå, stand, står, stativ, sticker

αντέχω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sietää, kärsiä, kestää, suvaita, kokea, pysyä, jaksaa, seistä, stand, seisomaan, seisoa, olla

αντέχω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tåle, vare, stå, står, stand, skiller, skiller sig

αντέχω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snášet, strpět, zakusit, vystát, podstoupit, přetrpět, dovolit, trvat, tolerovat, vytrvat, vydržet, snést, stojan, stánek, stát, stojí, postavit

αντέχω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrzymać, wytrzymywać, znosić, przetrwać, wycierpieć, trwać, przecierpieć, stać, stoisko, stojak, statyw

αντέχω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állvány, áll, állni, állnak, álljon

αντέχω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekmek, durmak, standı, öne, ayakta, beklemeye

αντέχω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виносити, тривати, продовжуватися, продовжуватись, стояти, стоятиме, стоятимуть

αντέχω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
duroj, qëndrim, qëndroj, ndodhem, qëndrojë, të qëndrojë

αντέχω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стойка, щанд, стоя, поставка, понасям

αντέχω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стаяць

αντέχω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seisma, seista, paistavad, paistma, kandideerida

αντέχω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdržati, pretrpjeti, podnijeti, ustrajati, stajati, stoje, ističu, stati, stojim

αντέχω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
standa, staðið, að standa, staðist, stendur

αντέχω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
obduro, tolero, maneo, perfero, duro, patior

αντέχω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kentėti, stovėti, stendas, stovi, atsistoti, išsiskirti

αντέχω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valkāties, saglabāties, pietikt, stāvēt, stends, stand, kandidēt, nostāties

αντέχω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стојат, стои, застане, да застане, издвоите

αντέχω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pi, stand, stea, sta, suport, suporta

αντέχω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
snést, stojalo, stati, stojijo, izstopa, stoji

αντέχω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trvať, zniesť, vydra, stojan, podstavec

Στατιστικά δημοτικότητας: αντέχω

Τυχαίες λέξεις