Urakoitsija στα ελληνικά

Μετάφραση: urakoitsija, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος
Urakoitsija στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aineellinen στα ελληνικά - απτός, ύλη, φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής
  • fuusio στα ελληνικά - σύντηξη, συγχώνευση, τήξη, σύντηξης, Fusion
  • katkera στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, θυελλώδης, πικρή, πικρό, πικρές, πικρά
  • pehmeä στα ελληνικά - τρυφερός, μαλακός, μαλακό, μαλακή, μαλακά, μαλακών
Τυχαίες λέξεις
Urakoitsija στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος