Λέξη: τραχεία
Σχετικές λέξεις: τραχεία
τραχεία πεύκη, τραχεία οισοφάγος, τραχεία φλεγμονή, τραχεία κιλικία, τραχεία αρτηρία, τραχεία φαρυγγίτιδα, τραχεία λάρυγγας, η τραχεία, τεχνητή τραχεία, τραχεία ανατομία
Συνώνυμα: τραχεία
λαρύγγι, λάρυγξ
Μεταφράσεις: τραχεία
τραχεία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trachea, windpipe, rough, the trachea, trachea was
τραχεία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tráquea, la tráquea, traquea, la traquea
τραχεία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
luftröhre, Luftröhre, Trachea, der Luftröhre, der Trachea
τραχεία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trachée, la trachée, de la trachée, trachéale
τραχεία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trachea, della trachea, la trachea, tracheale
τραχεία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
traquéia, traqueia, da traqueia, trachea, da traquéia
τραχεία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luchtpijp, trachea, de luchtpijp, trachee, de trachea
τραχεία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трахея, трахеи, трахею, трахее, трахеей
τραχεία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
luftrør, trachea, luftrøret, trakea, røret
τραχεία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trakea, luftstrupen, luftstrupe, trachea, luft-
τραχεία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkitorvi, kurkkutorvi, henkitorven, henkitorveen, henkitorvesta, henkitorvessa
τραχεία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
luftrør, luftrøret, trachea, luft-, luftroeret
τραχεία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trachea, průdušnice, trachey, průdušnici, tracheu
τραχεία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przetchlinka, tchawica, tchawicy, tchawicę, trachea, tchawice
τραχεία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trachea, légcső, légcsövet, a légcső, légcsőbe
τραχεία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nefes borusu, trakea, trachea, soluk borusu, trake
τραχεία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трахея
τραχεία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trake, trakea, trakea e
τραχεία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трахея, трахеята, трахеа, на трахеята, трахея на
τραχεία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трахея
τραχεία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hingetoru, trahhea, hingetorust, trahheast, trahheasse
τραχεία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dušnik, dušnika, traheja, traheje, Trahea
τραχεία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
barki, barka, Tracheal, barkann, í barkann
τραχεία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trachėja, trachėją, trachėjos, trachea
τραχεία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
traheja, traheju, trahejas, trahejai
τραχεία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дишник, душникот, трахеата, трахеа, трахејата, трахеите
τραχεία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trahee, traheea, traheei, trachea, trahee de
τραχεία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sapnik, sapnika, sapniku, trahejo
τραχεία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trachea, priedušnice, priedušnica, priedušnicu, trachey
Τυχαίες λέξεις