Uusi στα ελληνικά

Μετάφραση: uusi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρέσκος, πρόσφατος, καινούριος, ζωντανός, δροσερός, νωπός, νέος, μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέο, νέων, νέες
Uusi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • debyytti στα ελληνικά - ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του
  • elinehto στα ελληνικά - γραμμή της ζωής, Lifeline, σανίδα σωτηρίας, η Lifeline, της Lifeline
  • hyötykuorma στα ελληνικά - αποστολή, φόρτωση, φορτίζω, ζαλίκι, γεμίζω, ωφέλιμο φορτίο, ωφέλιμου φορτίου, ...
  • juomingit στα ελληνικά - σχίζω, σκίζω, προτομή, δάκρυ, ευωχία, ξεφάντωμα, γλέντι, ...
Τυχαίες λέξεις
Uusi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρέσκος, πρόσφατος, καινούριος, ζωντανός, δροσερός, νωπός, νέος, μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέο, νέων, νέες