Λέξη: δημοτικός

Σχετικές λέξεις: δημοτικός

δημοτικός φόρος δωδεκανήσου, δημοτικός οργανισμός θήβας, δημοτικός φόρος, δημοτικός φόρος 2, δημοτικός κινηματογράφος καλυψώ, δημοτικός κινηματογράφος τρικάλων, δημοτικός σύμβουλος αγγλικά, δημοτικός σύμβουλος, δημοτικός λαχανόκηπος, δημοτικός κώδικας

Συνώνυμα: δημοτικός

λαϊκός, του δήμου

Μεταφράσεις: δημοτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
municipal, city
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
municipal, municipales, municipal de, municipio, urbanos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kommunal, städtisch, Stadt-, kommunalen, Gemeinde
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
citadin, communal, municipal, urbain, bourgeois, municipale, municipaux, municipales, municipalité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
urbano, municipale, comunale, Municipal, urbani, comunali
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
municipal, municipais, Municipal de, urbanos, município
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeentelijk, stedelijk, gemeentelijke, Municipal, gemeente
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
городской, муниципальный, самоуправляющийся, муниципальных, муниципального, муниципальной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kommunal, kommunale, kommune, kommunalt, Municipal
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kommunal, kommunalt, kommunala, kommun, kommunens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunnan, kunnallinen, kaupungin, kuntien, kunnallisen, kunnallisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kommunale, kommunal, kommunalt, kommunens, kommunen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
městský, obecní, magistrátní, komunální, komunálního, městská
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
magistracki, komunalny, gminny, municypalny, miejski, komunalnych, komunalne, miejska
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
városi, törvényhatósági, községi, helyhatósági, önkormányzati, települési
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belediyeye ait, belediye, kentsel, belediyeler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міський, міської, міська, міській, міського
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komunal, komunale, komunës, i komunës, bashkiake
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общински, общинската, общинска, общинско, общинския
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарадской, гарадскі, гарадзкі, гарадзкой, гарадскога
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omavalitsuse, munitsipaal-, olmejäätmete, kohaliku omavalitsuse, omavalitsuste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
komunalan, općinski, gradski, samoupravan, komunalnog, općinsko, općinske, komunalni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveitarfélaga, Municipal, sveitarfélögum, sveitarstjórn, sveitafélagsins
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savivaldybės, savivaldybių, komunalinių, komunalinės, savivaldos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pašvaldības, pašvaldību, sadzīves, pilsētas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
општински, општинските, општинскиот, општинско, општинската
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
municipal, municipale, municipală, urbane, Municipal de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občinski, komunalni, komunalnih, občinske, občinska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obecní, obecné, obecnej, obecný, obecná, komunálnej

Στατιστικά δημοτικότητας: δημοτικός

Τυχαίες λέξεις