Λέξη: επιβιβάζω

Συνώνυμα: επιβιβάζω

φορτώνω, αποστέλλω, επιβιβάζομαι

Μεταφράσεις: επιβιβάζω

επιβιβάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embark

επιβιβάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embarcarse, embarcar, emprender, iniciar, embarcará

επιβιβάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einschiffen, begeben, beginnen, zu beginnen, begeben sich

επιβιβάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embarquer, embarquent, amorcer, s'embarquer, charger, embarquez, amorçons, amorcent, amorcez, lâcher, entrer, embarquons, lancer, engager, entreprendre, se lancer

επιβιβάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbarcare, imbarcarsi, lanciarsi, intraprendere, avviare

επιβιβάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embargar, embarcar, iniciar, embarcam, embarque, empreender

επιβιβάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inschepen, beginnen, boord, schepen, aan boord

επιβιβάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
начинать, нагрузить, грузить, начать, вступать, приступить, встать, вступить

επιβιβάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innlate seg, innlate, begi, fatt, ta fatt

επιβιβάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ombord, inleda, påbörja, slå in, gå ombord

επιβιβάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskaltautua, ryhtyä, rohjeta, ruveta, hirvitä, aloittaa, lähteä, alukseen, käynnistämään

επιβιβάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gå i gang, kast, indlede, påbegynde, iværksætte

επιβιβάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vstoupit, nalodit, pustit, naložit, zahájit, vydat, nastoupit

επιβιβάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ładować, wsiadać, zaokrętować, puszczać, załadowywać, zaczynać, wchodzić, rozpocząć, rozpoczęcia, podjęcia, pokład

επιβιβάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csatlakozzanak, kezdeni, beszállítását, kezdeményezzék, megkezdésére

επιβιβάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atılmak, yapmaya, girişmek, bindirmek, Rıhtımda

επιβιβάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грузити, зачинати, починати, розпочинати, стати

επιβιβάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hipi, fillojë, nisë, të fillojë, hyjë

επιβιβάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
впуснат, качат, качване, започне, се впуснат

επιβιβάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пачынаць, распачынаць, пачаць

επιβιβάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alustada, minna, alustama, alustab, alustavad

επιβιβάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utovariti, ukrcati, ukrcati se, krene, se krene, upustiti

επιβιβάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borð, fari, fara um borð, ráðast, takast

επιβιβάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradėti, imtis, įlaipinti, įlipti, laivą

επιβιβάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzsākt, sākt, uzsāktu, iekāpt, iekāpšanu

επιβιβάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се качат, качат, започне, започнат

επιβιβάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbarca, se angajeze, îmbarce, imbarca, lanseze într

επιβιβάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naložit, vkrcal, vkrcanje, stopijo, vkrcajo, začeti

επιβιβάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nalodiť, vstúpiť, naloďuje, prihlásiť do služby, nalodenia
Τυχαίες λέξεις