Vääntö στα ελληνικά

Μετάφραση: vääntö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλοκή, στροφή, καμπή, στραμπουλίζω, αποσπώ, συστροφή, στρέψης, στρέψη, στρέψεως, συστροφής
Vääntö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • heittomerkki στα ελληνικά - αποστροφή, παραθέτω, καθορίζω, μνημονεύω, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, ...
  • nukuksissa στα ελληνικά - κοιμισμένος, κοιμάται, κοιμούνται, κοιμισμένοι, κοιμόταν
  • punaniska στα ελληνικά - βαρελότο, redneck, λευκός ρατσιστής, κοκκινολαίμης, βλάχων
  • pätevä στα ελληνικά - ικανός, εκλόγιμος, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, ισχύων, έγκυρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Vääntö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλοκή, στροφή, καμπή, στραμπουλίζω, αποσπώ, συστροφή, στρέψης, στρέψη, στρέψεως, συστροφής