Λέξη: σπέρμα

Συνώνυμα: σπέρμα

φύτρο, φύτρα, μικρόβιο, σπόρος, σπόρος ζώου

Μεταφράσεις: σπέρμα

σπέρμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
semen, sperm, seed, germ, semen is

σπέρμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
semen, esperma, espermatozoides, de esperma, los espermatozoides, espermatozoide

σπέρμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
samen, samenflüssigkeit, sperma, Sperma, Spermium, Spermien, Samen

σπέρμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sperme, spermatozoïdes, le sperme, du sperme, de sperme

σπέρμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sperma, spermatozoi, di sperma, dello sperma, spermatozoo

σπέρμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esperma, espermatozóides, de esperma, do esperma, de espermatozóides

σπέρμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zaad, sperma, zaadcellen, het sperma, zaadcel

σπέρμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
семя, сперма, спермы, сперматозоидов, сперматозоиды, сперму

σπέρμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sperm, sæd, sædceller, spermier, sæden

σπέρμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sperma, spermier, sperm, spermie

σπέρμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sperma, siemenneste, spermasolu, siittiöiden, sperman, spermaa, siittiöitä

σπέρμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sæd, sædcelle, sperm, sædceller, sperma, sæden

σπέρμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
semeno, sperma, spermie, spermií, spermatu

σπέρμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nasienie, plemnik, spermatogeneza, sperma, spermy, plemników, nasienia, plemniki

σπέρμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sperma, spermium, spermiumok, a sperma, spermát

σπέρμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sperma, atmık, sperm, spermin, spermi

σπέρμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сперма, молока

σπέρμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
farë, spermë, spermës, sperma, spermatozoidi, e spermës

σπέρμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сперматозоид, сперма, сперматозоиди, спермата, сперматозоидите, на спермата

σπέρμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
семя, сперма

σπέρμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sperma, seemnevedelik, spermatosoidide, seemnerakkude, spermide, seemnerakud

σπέρμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spermij, sperma, sperme, spermija, spermu

σπέρμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sæði, sáðfrumu, sæðið, sæðis, sæðisfruma

σπέρμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sperma

σπέρμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sperma, spermos, spermatozoidų, spermą, spermatozoidai

σπέρμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sperma, spermas, spermatozoīdu, spermu, spermatozoīdi

σπέρμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сперматозоид, сперма, сперматозоидите, сперматозоиди, спермата, на спермата

σπέρμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spermă, sperma, spermei, de sperma, de spermă

σπέρμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sperma, sperme, spermo, sperm, semenčic

σπέρμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sperma, spermie, spermu, semeno, spermy

Στατιστικά δημοτικότητας: σπέρμα

Τυχαίες λέξεις