Λέξη: γέρος

Σχετικές λέξεις: γέρος

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γέρος poll lyrics, γέρος του μοριά, γέρος παίσιος, γέροσ δημήτρησ, γέρος ζωγράφος

Συνώνυμα: γέρος

γριά

Μεταφράσεις: γέρος

γέρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
old, old man, an old man

γέρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anciano, añejo, antiguo, añoso, viejo, edad, vieja, antigua

γέρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorig, alt, vorhergehend, betagt, dich, alten, alte, alter, altes

γέρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieux, précédent, usagé, ancien, âgé, vieille, ancienne, vieil

γέρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antico, anziano, vecchio, vecchia, vecchi, antica

γέρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bom, anterior, bem, antecedente, precedente, velho, antigo, velha, idade, antiga

γέρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verleden, voorafgaand, vroeger, bejaard, voorgaand, vorig, vergevorderd, oud, oude, de oude

γέρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вонючий, лежалый, старуха, немолодой, подержанный, престарелый, ветхий, старик, давний, рецидивист, старый, драндулет, приятель, старинный, бывалый, старец, старая, старые, старой, старого

γέρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foregående, gammel, gamle, gammelt

γέρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gammal, gamla, gammalt, gammala

γέρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikaisempi, edellinen, vanha, kulunut, vanhus, iäkäs, entisaikainen, edeltävä, vanhan, vanhoja, vanhat, vanhojen

γέρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gammel, gamle, gammelt, old, ældre

γέρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
starý, stará, staré, starou, stařec

γέρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sędziwy, staromiejski, nienowy, staroświecki, stary, dawny, staruszka, starotestamentowy, starzec, starówka, stare, starodrzew, starodawny, old, starych, starego

γέρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öreg, ó, vén, régi, a régi, éves, idős

γέρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eski, yaşlı, eski bir, nereden

γέρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стародавній, давній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара

γέρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjetër, lashtë, i vjetër, e vjetër, vjetra, të vjetër

γέρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стар, стара, старата, стария, стари

γέρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стары, старый, старая

γέρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vana, vanu, vanad, vanade, vanal

γέρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
starinski, starim, starinskih, godine, stare, stari, star, stara, staro

γέρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forn, gamall, gamla, gamall og, gömul, gamli

γέρος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vetustus

γέρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senyvas, senas, amžiaus, m, seną, moters

γέρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sens, vecs, old, veco, vecā, vecais

γέρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стар, старите, стари, стариот, стара

γέρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vechi, bătrân, veche, vechea, vechiul, vechi de

γέρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stár, stará, star, old, stara, stari, staro

γέρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stará, starý, old, staré

Στατιστικά δημοτικότητας: γέρος

Τυχαίες λέξεις