Vähän στα ελληνικά
Μετάφραση: vähän, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαφρώς, λίγες, λιγοστός, λίγοι, λίγα, μικρός, λίγο, μικρή, μικρό, λίγη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- keskipiste στα ελληνικά - κέντρο, οφθαλμός, μάτι, καρδιά, μέσος, εστία, κέντρο της, ...
- kotelo στα ελληνικά - στέγαση, κουτί, κάσα, πυγμαχώ, στεγαστικός, περιτύλιγμα, κουκούλι, ...
- käänteinen στα ελληνικά - αντίστροφο, αντίστροφος, αντίστροφη, αντίστροφης, αντιστρέψει
- liikkuva στα ελληνικά - συγκινητικός, κινητός, κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται
Τυχαίες λέξεις
Vähän στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαφρώς, λίγες, λιγοστός, λίγοι, λίγα, μικρός, λίγο, μικρή, μικρό, λίγη
Μεταφράσεις: ελαφρώς, λίγες, λιγοστός, λίγοι, λίγα, μικρός, λίγο, μικρή, μικρό, λίγη