Λέξη: χολή

Σχετικές λέξεις: χολή

χολη πολύποδες, χολή και διατροφή, χολή μαρία, χολή λάσπη, χολή και εγκυμοσύνη, χολή english, χολή αφαίρεση, χολή συμπτωματα, χολή που βρίσκεται, χολή πόνος

Συνώνυμα: χολή

κηκίς, κηκίδι, θυμός, σπλήνα, σπλην

Μεταφράσεις: χολή

χολή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gall, bile, the bile, biliary

χολή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bilis, hiel, cólera, biliar, la bilis, biliares, de bilis

χολή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dreistigkeit, gallensekret, galle, hass, gallenblase, frechheit, gallapfel, groll, feindseligkeit, unverschämtheit, impertinenz, Galle, Gallen, Gallenflüssigkeit

χολή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
irriter, fiel, effronterie, impudence, rancune, bile, rancoeur, impertinence, insolence, morosité, la bile, biliaire, biliaires, de bile

χολή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bile, biliare, biliari, la bile, di bile

χολή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baile, atingir, ganhar, bílis, ganho, bile, biliar, biliares, bilis

χολή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rancune, haatdragendheid, wrok, galnoot, plantengal, gal, wraakgierigheid, wraakzucht, de gal, bile, van gal

χολή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наглость, злоба, раздражительность, раздражение, натереть, ссадить, желчь, раздражать, беспокоить, желчность, нахальство, жёлчь, ссадина, желчных, желчи, желчной, желчного

χολή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
galle, gallen

χολή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
galla, gallan, bile, gallsyra

χολή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sappi, röyhkeys, ärsyttää, kasviäkämä, julkeus, hävyttömyys, sapen, sappeen, sapessa, bile

χολή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
galde, galden, galdesyre

χολή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žluč, trpkost, mrzutost, hořkost, žlučových, žlučové, žluči, žlučovou

χολή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
golizna, żółć, odgniecenie, zgryźliwość, zirytować, gorycz, galasówka, oparzelina, zgorzkniałość, zaparzać, żółciowego, żółciowych, żółci, żółciowe

χολή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rosszindulat, malícia, gubacs, epe, az epe, epével, epében

χολή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
safra, bile, öd

χολή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жовчність, жовч, подразнення, злоба, турбувати, дратівливість

χολή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bile, biliare, biliar, vreri, bile e

χολή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
желая, жлъчка, жлъчката, жлъчна, жлъчни, жлъчен

χολή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жоўць, желчь

χολή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sapp, sapi, sapphappe, sapiga, sapis

χολή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljutina, gorčina, mrzovolja, žuč, žučne, žučnih, žuči

χολή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
galli, gall, gallsýru, í galli, gallsýrubindandi

χολή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bilis

χολή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tulžis, tulžies, tulžyje, bile, nei tulžyje

χολή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žults, žultī, žulti, žultsskābju

χολή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жолчката, жолчни, жолчниот, жолчните, жолчка

χολή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bilă, insolenţă, biliar, biliari, bila, bilei

χολή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žolč, žolčnega, žolčna, žolča, žolčno

χολή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žlč, žlče, žlčou

Στατιστικά δημοτικότητας: χολή

Τυχαίες λέξεις