Vaikeuttaa στα ελληνικά
Μετάφραση: vaikeuttaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπλέκω, παρεμποδίζουν, παρακωλύουν, παρεμποδίσει, παρεμποδίσουν, να παρεμποδίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- approksimoida στα ελληνικά - περίπου, προσέγγιση, προσεγγίζονται, προσεγγιστεί, κατά προσέγγιση, προσεγγίζεται
- kuivaharjoitus στα ελληνικά - πρόβες, ξηρό, ξηρά, ξηρού, ξηρή, στεγνό
- määrällinen στα ελληνικά - ποσοτικός, ποσοτικών, ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικούς
- paikallistaa στα ελληνικά - εντοπίζω, εντοπίσουν, εντοπισμό, να εντοπίσουν, εντοπίζονται, εντοπιστεί
Τυχαίες λέξεις
Vaikeuttaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπλέκω, παρεμποδίζουν, παρακωλύουν, παρεμποδίσει, παρεμποδίσουν, να παρεμποδίζουν
Μεταφράσεις: περιπλέκω, παρεμποδίζουν, παρακωλύουν, παρεμποδίσει, παρεμποδίσουν, να παρεμποδίζουν